- κονδυλοειδής
- κονδῠλ-οειδής, ές,A = κονδυλώδης, ἐξοχαί Ruf.Oss. 15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονδυλοειδής — ές (Α κονδυλοειδής, ες) αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + είδης*] … Dictionary of Greek
κονδυλοειδεῖς — κονδυλοειδής masc/fem acc pl κονδυλοειδής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κονδυλώδης — ες (Α κονδυλώδης, ώδες) [κόνδυλος] αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος νεοελλ. 1. (για φυτά) κονδυλόρριζος 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek